- ανάμερα
- επίρρ. в стороне; в сторону
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάμερα — επίρρ. μακριά, απόμερα, παράμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάμερος. ΠΑΡ. αναμεριάζω] … Dictionary of Greek
αναμεριάζω — [ανάμερα] 1. τακτοποιώ, συγυρίζω 2. απομακρύνομαι λίγο από τη θέση μου, αποσύρομαι, παραμερίζω 3. κλίνω, γέρνω προς το ένα μέρος … Dictionary of Greek
ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] … Dictionary of Greek